ιατροσοφιστικός

ιατροσοφιστικός
ἰατροσοφιστικός, -ή, -όν (Α) [ιατροσοφιστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού ιατροσοφιστή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰατροσοφιστική
η τέχνη τού ιατροσοφιστή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”